ζητιάνεμα

ζητιάνεμα
το [ζητιανεύω]
η ζητιανιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… …   Dictionary of Greek

  • ζητιανεμός — ο [ζητιανεύω] το ζητιάνεμα …   Dictionary of Greek

  • προσαίτησις — ήσεως, ἡ, Α [προσαιτῶ] η επαιτεία, το ζητιάνεμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”